- πλεμάτι
- το, Νκαθετί που έχει πλεχθεί, πλέγμα, δίχτυ («στο κρεμαστό μεσόκλωνο, πλεμάτι τής αράχνης», Γρυπ.)2. (ειδικά) α) αλιευτικό δίχτυβ) δικτυωτός σάκος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πλεγμάτιον, υποκορ. τού πλέγμα, με σίγηση τού -γ- (πρβλ. πλεύμων: πλεμόνι)].
Dictionary of Greek. 2013.